Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
σχολερός
View word page
σχολαῖος
at one's leisure, leisurely, tardy

ShortDef

at one's leisure, leisurely, tardy

Debugging

Headword:
σχολαῖος
Headword (normalized):
σχολαῖος
Headword (normalized/stripped):
σχολαιος
IDX:
86364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86365
Key:

Data

{'content': "at one's leisure, leisurely, tardy"}