Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολεῖον
View word page
σχολάζω
to have leisure
ShortDef
to have leisure
Debugging
Headword:
σχολάζω
Headword (normalized):
σχολάζω
Headword (normalized/stripped):
σχολαζω
IDX:
86363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86364
Key:
Data
{'content': 'to have leisure'}