Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
σχολάρχης
σχολαρχικός
View word page
σχοινοφόρος
carrying rushes, cords

ShortDef

carrying rushes, cords

Debugging

Headword:
σχοινοφόρος
Headword (normalized):
σχοινοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σχοινοφορος
IDX:
86359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86360
Key:

Data

{'content': 'carrying rushes, cords'}