Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδιεσταλμένως
ἀντιδιηγέομαι
ἀντιδιήγησις
ἀντιδικάζομαι
ἀντιδικέω
ἀντιδικία
ἀντίδικος
ἀντιδικτάτωρ
ἀντιδιορίζω
ἀντιδιορύσσω
ἀντιδίσκωσις
ἀντιδοκέω
ἀντιδόκιον
ἀντιδομή
ἀντιδοξάζω
ἀντιδοξέω
ἀντίδοξος
View word page
ἀντίδικος
an opponent in a suit, defendant

ShortDef

an opponent in a suit, defendant

Debugging

Headword:
ἀντίδικος
Headword (normalized):
ἀντίδικος
Headword (normalized/stripped):
αντιδικος
IDX:
8635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8636
Key:

Data

{'content': 'an opponent in a suit, defendant'}