Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολάριος
σχολαρχέω
View word page
σχοινοῦς
grown over with rushes

ShortDef

grown over with rushes

Debugging

Headword:
σχοινοῦς
Headword (normalized):
σχοινοῦς
Headword (normalized/stripped):
σχοινους
IDX:
86357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86358
Key:

Data

{'content': 'grown over with rushes'}