Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινοειδής
σχοινοίη
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
σχολάζω
σχολαῖος
View word page
σχοινοτενής
stretched outlike a measuring line, drawn in a straight line

ShortDef

stretched outlike a measuring line, drawn in a straight line

Debugging

Headword:
σχοινοτενής
Headword (normalized):
σχοινοτενής
Headword (normalized/stripped):
σχοινοτενης
IDX:
86354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86355
Key:

Data

{'content': 'stretched outlike a measuring line, drawn in a straight line'}