Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινοίη
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
σχοῖνος
σχοινοτένεια
σχοινοτενής
σχοινότονος
σχοινουργός
σχοινοῦς
σχοινοφιλίνδα
σχοινοφόρος
σχοινοχάλινος
σχοινώδης
σχολά
View word page
σχοῖνος
a rush, reed; an Egyptian land measure
ShortDef
a rush, reed; an Egyptian land measure
Debugging
Headword:
σχοῖνος
Headword (normalized):
σχοῖνος
Headword (normalized/stripped):
σχοινος
IDX:
86352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86353
Key:
Data
{'content': 'a rush, reed; an Egyptian land measure'}