Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινοίη
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
σχοινοπλοκικός
σχοινοπλόκος
σχοινοπώλης
σχοινορραφέω
View word page
σχοινοβάτης
a rope-dancer, schoenobates

ShortDef

a rope-dancer, schoenobates

Debugging

Headword:
σχοινοβάτης
Headword (normalized):
σχοινοβάτης
Headword (normalized/stripped):
σχοινοβατης
IDX:
86341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86342
Key:

Data

{'content': 'a rope-dancer, schoenobates'}