Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδιεσταλμένως
ἀντιδιηγέομαι
ἀντιδιήγησις
ἀντιδικάζομαι
ἀντιδικέω
ἀντιδικία
ἀντίδικος
ἀντιδικτάτωρ
ἀντιδιορίζω
ἀντιδιορύσσω
ἀντιδίσκωσις
ἀντιδοκέω
ἀντιδόκιον
ἀντιδομή
ἀντιδοξάζω
View word page
ἀντιδικέω
to dispute, go to law

ShortDef

to dispute, go to law

Debugging

Headword:
ἀντιδικέω
Headword (normalized):
ἀντιδικέω
Headword (normalized/stripped):
αντιδικεω
IDX:
8633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8634
Key:

Data

{'content': 'to dispute, go to law'}