Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινοίη
σχοινομέτρησις
σχοινόπλεκτος
View word page
σχοίνισμα
piece of land measured out by the σχοῖνος
ShortDef
piece of land measured out by the σχοῖνος
Debugging
Headword:
σχοίνισμα
Headword (normalized):
σχοίνισμα
Headword (normalized/stripped):
σχοινισμα
IDX:
86337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86338
Key:
Data
{'content': 'piece of land measured out by the σχοῖνος'}