Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
σχοινοίη
View word page
σχοινίς
rope, cord; decorated with rope

ShortDef

rope, cord; decorated with rope
of rushes

Debugging

Headword:
σχοινίς
Headword (normalized):
σχοινίς
Headword (normalized/stripped):
σχοινις
IDX:
86335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86336
Key:

Data

{'content': 'rope, cord; decorated with rope'}