Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοδρομία
σχοινοδρόμος
σχοινοειδής
View word page
σχοινιοστρόφος
rope-maker

ShortDef

rope-maker

Debugging

Headword:
σχοινιοστρόφος
Headword (normalized):
σχοινιοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
σχοινιοστροφος
IDX:
86334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86335
Key:

Data

{'content': 'rope-maker'}