Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοινοδρομία
View word page
σχοινίον
a cord
ShortDef
a cord
Debugging
Headword:
σχοινίον
Headword (normalized):
σχοινίον
Headword (normalized/stripped):
σχοινιον
IDX:
86332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86333
Key:
Data
{'content': 'a cord'}