Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
σχοίνισμα
σχοινισμός
σχοινῖτις
View word page
σχοινίκλος
wagtail, motacilla

ShortDef

wagtail, motacilla

Debugging

Headword:
σχοινίκλος
Headword (normalized):
σχοινίκλος
Headword (normalized/stripped):
σχοινικλος
IDX:
86329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86330
Key:

Data

{'content': 'wagtail, motacilla'}