Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
σχοινίς
σχοινίς2
View word page
σχοινάνθη
flower of σχοῖνος

ShortDef

flower of σχοῖνος

Debugging

Headword:
σχοινάνθη
Headword (normalized):
σχοινάνθη
Headword (normalized/stripped):
σχοινανθη
IDX:
86326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86327
Key:

Data

{'content': 'flower of σχοῖνος'}