Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
σχοινιοστρόφος
View word page
σχιστός
parted, divided
ShortDef
parted, divided
Debugging
Headword:
σχιστός
Headword (normalized):
σχιστός
Headword (normalized/stripped):
σχιστος
IDX:
86324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86325
Key:
Data
{'content': 'parted, divided'}