Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινιοπλόκος
View word page
σχισμός
a cleaving
ShortDef
a cleaving
Debugging
Headword:
σχισμός
Headword (normalized):
σχισμός
Headword (normalized/stripped):
σχισμος
IDX:
86323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86324
Key:
Data
{'content': 'a cleaving'}