Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
σχοινίον
View word page
σχισμή
cleft
ShortDef
cleft
Debugging
Headword:
σχισμή
Headword (normalized):
σχισμή
Headword (normalized/stripped):
σχισμη
IDX:
86322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86323
Key:
Data
{'content': 'cleft'}