Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
σχοίνινος
View word page
σχισματώδης
of the nature of a σχίσμα

ShortDef

of the nature of a σχίσμα

Debugging

Headword:
σχισματώδης
Headword (normalized):
σχισματώδης
Headword (normalized/stripped):
σχισματωδης
IDX:
86321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86322
Key:

Data

{'content': 'of the nature of a σχίσμα'}