Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
σχοινικός
View word page
σχίσμα
a cleft, a rent
ShortDef
a cleft, a rent
Debugging
Headword:
σχίσμα
Headword (normalized):
σχίσμα
Headword (normalized/stripped):
σχισμα
IDX:
86320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86321
Key:
Data
{'content': 'a cleft, a rent'}