Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
σχοινίκλος
View word page
σχίσις
a cleaving, cleavage, parting, division

ShortDef

a cleaving, cleavage, parting, division

Debugging

Headword:
σχίσις
Headword (normalized):
σχίσις
Headword (normalized/stripped):
σχισις
IDX:
86319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86320
Key:

Data

{'content': 'a cleaving, cleavage, parting, division'}