Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
σχοινιά
View word page
σχινοτρώκτης
one who chews mastich-wood
ShortDef
one who chews mastich-wood
Debugging
Headword:
σχινοτρώκτης
Headword (normalized):
σχινοτρώκτης
Headword (normalized/stripped):
σχινοτρωκτης
IDX:
86318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86319
Key:
Data
{'content': 'one who chews mastich-wood'}