Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
σχοινᾶς
View word page
σχῖνος
the mastich-tree

ShortDef

the mastich-tree

Debugging

Headword:
σχῖνος
Headword (normalized):
σχῖνος
Headword (normalized/stripped):
σχινος
IDX:
86317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86318
Key:

Data

{'content': 'the mastich-tree'}