Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
σχιστός
σχοινανθᾶτον
σχοινάνθη
View word page
σχινοκέφαλος
with a squill-shaped

ShortDef

with a squill-shaped

Debugging

Headword:
σχινοκέφαλος
Headword (normalized):
σχινοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
σχινοκεφαλος
IDX:
86316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86317
Key:

Data

{'content': 'with a squill-shaped'}