Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
σχισμός
View word page
σχινίζω
clean by chewing mastich-wood

ShortDef

clean by chewing mastich-wood

Debugging

Headword:
σχινίζω
Headword (normalized):
σχινίζω
Headword (normalized/stripped):
σχινιζω
IDX:
86313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86314
Key:

Data

{'content': 'clean by chewing mastich-wood'}