Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
σχισμή
View word page
σχινέλαιον
mastich oil
ShortDef
mastich oil
Debugging
Headword:
σχινέλαιον
Headword (normalized):
σχινέλαιον
Headword (normalized/stripped):
σχινελαιον
IDX:
86312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86313
Key:
Data
{'content': 'mastich oil'}