Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
σχισματώδης
View word page
σχινδύλησις
cleaving into small pieces
ShortDef
cleaving into small pieces
Debugging
Headword:
σχινδύλησις
Headword (normalized):
σχινδύλησις
Headword (normalized/stripped):
σχινδυλησις
IDX:
86311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86312
Key:
Data
{'content': 'cleaving into small pieces'}