Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
σχίσμα
View word page
σχίζω
to split, cleave
ShortDef
to split, cleave
Debugging
Headword:
σχίζω
Headword (normalized):
σχίζω
Headword (normalized/stripped):
σχιζω
IDX:
86310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86311
Key:
Data
{'content': 'to split, cleave'}