Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
σχίσις
View word page
σχιζόπτερος
with cloven
ShortDef
with cloven
Debugging
Headword:
σχιζόπτερος
Headword (normalized):
σχιζόπτερος
Headword (normalized/stripped):
σχιζοπτερος
IDX:
86309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86310
Key:
Data
{'content': 'with cloven'}