Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχινοτρώκτης
View word page
σχιζόπους
with parted toes
ShortDef
with parted toes
Debugging
Headword:
σχιζόπους
Headword (normalized):
σχιζόπους
Headword (normalized/stripped):
σχιζοπους
IDX:
86308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86309
Key:
Data
{'content': 'with parted toes'}