Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
σχῖνος
View word page
σχιζοποδία
possession of parted toes
ShortDef
possession of parted toes
Debugging
Headword:
σχιζοποδία
Headword (normalized):
σχιζοποδία
Headword (normalized/stripped):
σχιζοποδια
IDX:
86307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86308
Key:
Data
{'content': 'possession of parted toes'}