Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
σχινίς
σχινοκέφαλος
View word page
σχιζίας
long, lathy

ShortDef

long, lathy

Debugging

Headword:
σχιζίας
Headword (normalized):
σχιζίας
Headword (normalized/stripped):
σχιζιας
IDX:
86306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86307
Key:

Data

{'content': 'long, lathy'}