Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
σχίνινος
View word page
σχίδιον
schidium

ShortDef

schidium

Debugging

Headword:
σχίδιον
Headword (normalized):
σχίδιον
Headword (normalized/stripped):
σχιδιον
IDX:
86304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86305
Key:

Data

{'content': 'schidium'}