Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
σχίζω
σχινδύλησις
σχινέλαιον
σχινίζω
View word page
σχίδαξ
piece of wood cut off, lath, splinter

ShortDef

piece of wood cut off, lath, splinter

Debugging

Headword:
σχίδαξ
Headword (normalized):
σχίδαξ
Headword (normalized/stripped):
σχιδαξ
IDX:
86303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86304
Key:

Data

{'content': 'piece of wood cut off, lath, splinter'}