Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχημάτιον
σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
σχίδαξ
σχίδιον
σχίζα
σχιζίας
σχιζοποδία
σχιζόπους
σχιζόπτερος
View word page
σχηματουργέομαι
to be fashioned

ShortDef

to be fashioned

Debugging

Headword:
σχηματουργέομαι
Headword (normalized):
σχηματουργέομαι
Headword (normalized/stripped):
σχηματουργεομαι
IDX:
86299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86300
Key:

Data

{'content': 'to be fashioned'}