Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχετλιαστικός
σχετλιοποιός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματιαῖος
σχηματίζω
σχηματικός
σχημάτιον
σχημάτισις
σχηματισμός
σχηματιστέον
σχηματογραφέω
σχηματογραφία
σχηματόδεσμος
σχηματοθήκη
σχηματοποιέω
σχηματοποιία
σχηματουργέομαι
σχηματουργία
σχιδακηδόν
σχιδακώδης
View word page
σχηματιστέον
one must place

ShortDef

one must place

Debugging

Headword:
σχηματιστέον
Headword (normalized):
σχηματιστέον
Headword (normalized/stripped):
σχηματιστεον
IDX:
86292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86293
Key:

Data

{'content': 'one must place'}