Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχελίς
σχένδυλα
σχεράς
Σχερία
Σχερίη
σχερός
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχετλιαστικός
σχετλιοποιός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματιαῖος
σχηματίζω
σχηματικός
σχημάτιον
σχημάτισις
View word page
σχετλιάζω
to complain of hardship, to complain angrily, inveigh bitterly
ShortDef
to complain of hardship, to complain angrily, inveigh bitterly
Debugging
Headword:
σχετλιάζω
Headword (normalized):
σχετλιάζω
Headword (normalized/stripped):
σχετλιαζω
IDX:
86280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86281
Key:
Data
{'content': 'to complain of hardship, to complain angrily, inveigh bitterly'}