Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχεδόν
σχέδος
σχεδουργός
σχέδυνος
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
σχεράς
Σχερία
Σχερίη
σχερός
σχέσις
σχετέος
σχετήριον
σχετικός
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχετλιαστικός
σχετλιοποιός
σχέτλιος
σχῆμα
View word page
σχερός
in a line, one after another, uninterruptedly, successively

ShortDef

in a line, one after another, uninterruptedly, successively

Debugging

Headword:
σχερός
Headword (normalized):
σχερός
Headword (normalized/stripped):
σχερος
IDX:
86275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86276
Key:

Data

{'content': 'in a line, one after another, uninterruptedly, successively'}