Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδιεσταλμένως
ἀντιδιηγέομαι
ἀντιδιήγησις
ἀντιδικάζομαι
ἀντιδικέω
ἀντιδικία
ἀντίδικος
View word page
ἀντιδιδάσκω
to teach in turn

ShortDef

to teach in turn

Debugging

Headword:
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized):
ἀντιδιδάσκω
Headword (normalized/stripped):
αντιδιδασκω
IDX:
8625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8626
Key:

Data

{'content': 'to teach in turn'}