Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίη
σχεδίην
σχεδικός
σχέδιος
σχεδιουργός
σχεδισμός
σχεδογραφία
σχεδόθεν
View word page
σχεδίασμα
freak, whim, caprice

ShortDef

freak, whim, caprice

Debugging

Headword:
σχεδίασμα
Headword (normalized):
σχεδίασμα
Headword (normalized/stripped):
σχεδιασμα
IDX:
86254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86255
Key:

Data

{'content': 'freak, whim, caprice'}