Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίη
σχεδίην
σχεδικός
σχέδιος
σχεδιουργός
View word page
σχέδην
gently, thoughtfully

ShortDef

gently, thoughtfully

Debugging

Headword:
σχέδην
Headword (normalized):
σχέδην
Headword (normalized/stripped):
σχεδην
IDX:
86251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86252
Key:

Data

{'content': 'gently, thoughtfully'}