Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίη
σχεδίην
σχεδικός
View word page
σχεδεκδότης
editor

ShortDef

editor

Debugging

Headword:
σχεδεκδότης
Headword (normalized):
σχεδεκδότης
Headword (normalized/stripped):
σχεδεκδοτης
IDX:
86249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86250
Key:

Data

{'content': 'editor'}