Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχάζω
σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίη
σχεδίην
View word page
σχεδάριον
sketch
ShortDef
sketch
Debugging
Headword:
σχεδάριον
Headword (normalized):
σχεδάριον
Headword (normalized/stripped):
σχεδαριον
IDX:
86248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86249
Key:
Data
{'content': 'sketch'}