Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σχαδών
σχάζω
σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
σχεδιασμός
σχεδιαστικῶς
σχεδίη
View word page
σχαστήριον
lancet
ShortDef
lancet
Debugging
Headword:
σχαστήριον
Headword (normalized):
σχαστήριον
Headword (normalized/stripped):
σχαστηριον
IDX:
86247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86248
Key:
Data
{'content': 'lancet'}