Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφωέ
σφῶι
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
σχεδίασμα
View word page
σχάσμα
incision
ShortDef
incision
Debugging
Headword:
σχάσμα
Headword (normalized):
σχάσμα
Headword (normalized/stripped):
σχασμα
IDX:
86244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86245
Key:
Data
{'content': 'incision'}