Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφω
σφωέ
σφῶι
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
σχεδιάζω
View word page
σχάσις
slitting

ShortDef

slitting

Debugging

Headword:
σχάσις
Headword (normalized):
σχάσις
Headword (normalized/stripped):
σχασις
IDX:
86243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86244
Key:

Data

{'content': 'slitting'}