Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφύττω
σφω
σφωέ
σφῶι
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίδωμα
σχαλίζω
σχαλίς
σχάς
σχάσις
σχάσμα
σχαστήρ
σχαστηρία
σχαστήριον
σχεδάριον
σχεδεκδότης
σχέδη
σχέδην
σχεδία
View word page
σχάς
dried fig

ShortDef

dried fig

Debugging

Headword:
σχάς
Headword (normalized):
σχάς
Headword (normalized/stripped):
σχας
IDX:
86242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86243
Key:

Data

{'content': 'dried fig'}