Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδιεσταλμένως
ἀντιδιηγέομαι
ἀντιδιήγησις
ἀντιδικάζομαι
ἀντιδικέω
View word page
ἀντιδιατίθημι
retaliate upon, mid. resist

ShortDef

retaliate upon, mid. resist

Debugging

Headword:
ἀντιδιατίθημι
Headword (normalized):
ἀντιδιατίθημι
Headword (normalized/stripped):
αντιδιατιθημι
IDX:
8623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8624
Key:

Data

{'content': 'retaliate upon, mid. resist'}