Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
ἀντιδιεξέρχομαι
ἀντιδιεσταλμένως
View word page
ἀντιδιαστέλλω
distinguish, discriminate
ShortDef
distinguish, discriminate
Debugging
Headword:
ἀντιδιαστέλλω
Headword (normalized):
ἀντιδιαστέλλω
Headword (normalized/stripped):
αντιδιαστελλω
IDX:
8619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8620
Key:
Data
{'content': 'distinguish, discriminate'}