Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφραγίς
σφράγισμα
σφραγισμός
σφραγιστήρ
σφραγιστήριον
σφραγιστής
σφραγιστός
σφριγανός
σφριγάω
σφρίγος
σφριγώδης
σφυγματώδης
σφυγμικός
σφυγμολογέω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφυδόω
σφυδρόν
σφύζω
σφύξ
View word page
σφριγώδης
swollen
ShortDef
swollen
Debugging
Headword:
σφριγώδης
Headword (normalized):
σφριγώδης
Headword (normalized/stripped):
σφριγωδης
IDX:
86198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86199
Key:
Data
{'content': 'swollen'}